Ιστορία

‘Πουλλούιν’

Μυθοπλαστική ιστορία που εξερευνά ένα ψυχολογικό και φυσικό ταξίδι σε σχέση με τον τόπο, τον άνθρωπο και τη φύση

postage stamp with a blue illustration of trees in a forest.

To 2024, 13 συμμετέχοντες και συμμετέχουσες έλαβαν μέρος στο Online Creative Residency από το Digital Storytelling Festival της Europeana. Η Έλενα Βόλινα εξερεύνησε τα ταξίδια και τη σχέση με την πατρίδα, εμπνευσμένη από τα γραμματόσημα της Κύπρου.

με
Έλενα Βόλινα

Εξερευνώντας το θέμα "Ταξίδι", οι συμμετέχοντες και συμμετέχουσες εργάστηκαν με μέντορες στο animation, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την τέχνη του κολάζ, την αφήγηση ιστοριών με 3D και τη δημιουργική γραφή.

Η ιστορία ‘Πουλλούιν’ παρουσιάζεται στα κυπριακά και στα νέα ελληνικά.


Επεθύμησα τη θάλασσα - να στέκουμαι ομπρός της, νώχοντας τη βράστην του ήλιου στη φάτσα, τη δροσιάν της αλμύρας των τζυμμάτων να ψουψουρίζουν που μεσ΄ τα μαύρα μου σγουρά μαλλιά. Σαννα μεν με βαστά ο γρόνος να τη νώσω. Ταξιδεύκοντας προς Κύπρον, θωρώ που το παραθύριν τ’ αροπλάνου τη θέα της λεβάντε τζιαι βυθίζουμαι παραπάνω στες σκέψεις μου. Το πορτοκαλίν του δειλινού σμίεται με το γιαλλούρικον τ’ ουρανού, τζιαι γιοφυρώνουνται τα μονοπάθκια των αναμνήσεων που άρκεψαν να εμφανίζουνται σιγά σιγά σε όσα εν επρολάβενεν να πει ο γρόνος.

Οι σκέψεις μου εστραφήκαν έξι γρόνια πίσω, όταν είπουν της Ρόζας ότι εδέχτηκα την πρόταση για δουλειά στο Άμστερνταμ. Η αντίδρασή της, γιομάτη χαράν, αρνήχην την απόστασην: ‘Ήντα τέλεια! Μεν έσσιεις έγνοιαν, εν μιαν πτήσην μακράν, αρφούα.’ Η χαράν του να κανονίζουμεν τες συναντήσεις μας ακόμα τζιαι που μακράν, κάμνει μας όπως λαλεί, ‘να είμαστεν στο ίθκιον καράβι’.

Το ταξίδιν με το αεροπλάνον έγινεν μιαν συνήθεια για τη Ρόζα, σαν συχνή επισκέπτρια στην Ολλανδία. Εγώ όμως, ταξιδεύκω πίσω Κύπρον μόνον μιαν βολά τον γρόνον. Με τον τζιαιρό, εβρέχηκα μεσ’ σε θκυό κόσμους: τες βροσιερές, γκρίζες μέρες του Άμστερνταμ τζιαι την σκέψην της πατρίδας. Βρίσκουμαι σε μιαν κατάσταση ψευδαίσθησης: στρέφουμαι σε μιαν κατάσταση σκέψεων, μεταξύ της παρουσίας ενός τόπου, τζιαι την πεθυμιά ενός άλλου τόπου.

Οι λιθόστρωτες στράτες του Άμστερνταμ, οι ζωντανές αγορές τζιαι η γαλήνια ροή των καναλιών, όσον γραφικά τζιαι να ένη, οι μέρες συχνά εν μια μονότονη ρουτίνα. Παρά την ομορφκιάν της πόλης τζιαι τες υπέροχες φιλίες, ποττέ εν ένωσα ότι ανήκω δαμαί. Κάθε επίσκεψη της Ρόζας ήταν μια φωτεινή στιγμή, το γέλιον της τζιαι οι ιστορίες της, εφέρναν έναν κομμάτιν που σπίτι μαζί της. Εμιλούσαμεν για το φαΐ, τα τελευταία κουτσομπολιά, τες ζωηρές αγορές τζιαι το χρουσαφίν τοπίον που σε κάμνει να αναρωθκιέσαι πώς πραγματικά μοιάζει το πράσινο. Τούτοι οι θκυό τόποι εδιαμορφώσαν με, προσθέτοντας τζιαι κάτι τις σε τούντην πορεία. Κάθε κουβέντα μητά της ήταν έναν νήμαν που έπλεκεν την απόσταση ενός άλλου τόπου.

--

Άντα τζιαι προσγειώθηκα αργά τη νύχταν, ο αέρας ήταν τόσο ξερός, σαν μιαν ιδρωμένη αγκαλιάν. Φτάνοντας εις την Κοιλάδα της Σολιάς, την περιοχή του χωρκού μας, παίζω με την αίσθηση του δροσινού αέρα μεσ’ τα δαχτύλια μου, φκάλοντας το σσιέρι μου έξω που το παραθύριν του αυτοκινήτου. Όσον τζι’ αν κοντεύκουμε του χωρκού δυναμώνει η τραουθκιά των ζίζιρων. Τα παράπονα της Ρόζας κάμνουν με τζιαι γελώ, ‘Έτα πάλαι! Εν μπορώ πκιον να αφήκω το παραθύριν της κάμαρης ανοιχτόν δίπλα που το περβόλιν. Επελλάναν μας’. Σαν στρίφκουμε μεσ’ τα στενά κάκκαρα που πάει στο χωρκόν πλημμυρίζουν με οι θύμισες. Το αυτοκίνητον φωτίζει το σκοτάιν, κάμνωντας οσσιούς που τες χαρουπιές τζιαι τες ελιές, τζιαι τους πέτρινους τοίχους που καλύφκουν το μονοπάτιν. Η Ρόζα αναστενάζει με τα παιχνιθκιάσματά μου, ‘Πάντα βρίσκεις τρόπον να κάμνεις τα πιο απλά πράματα μιαν περιπέτεια’, λαλεί. Το εκκωφαντικό πκιον τραούδιν των ζίζιρων, εναν συνεχές βουητόν, εν ταυτόχρονα νοσταλγικόν τζιαι καθησυχαστικόν. Ρέσωντας την παλιά εκκλησσιάν, το καμπαναρκόν της στέκει ψηλό στον ουρανό τζιαι το παλιόν χάνι με την σπασμένη ξύλενη πόρτα δείχνει την ηλικία του, ήσυχον τζιαι έρημον.

Άμαν αναφανίκαμεν έσσω, εκαλωρόρισεν μας το γνώριμο τρίξιμον της παλιάς καντζελόπορτας. Αλλά εν έκαμνα καϊρέττιν να καλωσορίσω τζιαι να δω το πιο επιθυμητόν που ούλλα.

Ήντα γνώριμη ανακούφισην. Σαν έμπαινα της κάμαρης δήχα φώτα, άρκεψα τζιαι μουρμούριζα που το ξύλενο παραθύριν, ‘Δαμαί είσαι συ, ομορφκιά μου, να με καλωσορίζεις’. Το γιασεμίν, που εφυτεύτηκε που τους παππούες μου, εξακολουθεί να στέκει περήφανο τζιαι να γεμώνει την κάμαρην με το γλυτζ̌ύν του άρωμα. Πέφτωντας πασ’ την καρκόλα τζιαι θωρώντας έξω που το παραθύριν, οι ζίζιροι τζιαι η μυρωθκιά του γιασεμιού φέρνουν στη θύμηση παιδικές αναμνήσεις, καθεμιάν που τες οποίες τζιαι έναν μονοπάτιν, στρέφει με σε μακρινές στιγμές, αλλά όι ξεχασμένες.

--

Οι επόμενες μέρες ετζυλήσαν ήρεμα με συναντήσεις τζιαι ξεκούρασην. Τούντο απόγευμα, εσυναχτήκαμεν στην παραλία με φίλους για να χαλαρώσουμεν ως αργά τη νύχτα. Σαν επέφταμεν στην άμμο, η Ρόζα ξαπωλά το κινητό της τζιαι λαλεί γιομάτη χαράν: ‘Εκάμαν με δεκτή για τη θέση στο εξωτερικό!’. Οι κόκκοι της άμμου μεσ’ τα δαχτύλια των ποθκών μου άρκεψαν να με τραβούν ομπρός - πίσω. Τα σχέδια της Ρόζας, όσον δραστήρια τζιαι αυθόρμητα τζιαι να ένη, έχουν ένα δεσμό που την συνδέουν με τούντον τόπον . Θαρκούμαι έχασα νάκκον τες αισθήσεις μου, σαν να τζιαι ζαλίστηκα λλίον, δήχα να ‘μαι σίουρη αν’ εν η ζέστη ή αν ρυώ. Εστράφηκα στο παρελθόν, μια μιτσιά που την προστασία μιας μηάλης αρφής οξά ως αυτόβουλη ενήλικας;

Η Ρόζα ένωσεν το ότι εχάθηκα για λλίον. Καρτερά, μέσα που την άρρητη κατανόηση της σκέσης μας. Η φυσική απόσταση μεταξύ των θκυό τόπων αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική απόσταση που ένωχα συχνά, παγιδευμένη στον συναισθηματικό χώρο μεταξύ της λαχτάρας τζιαι του ανήκειν.

Στο στραφήν έσσω, η Ρόζα αρκέφκει απτόητη σε ένα που τα πλάνα της, στα οποία εν έχω λόον, ‘Εν έσσιει περίπτωσην να μεν σ’ αρέσει. Αύριον, εννα οδηγήσουμε τζιαι θα πάμε να κάμουμε πεζοπορία ώστη να φτάσουμεν στο σημείο που να κατασκηνώσουμε για την νύχτα στο δάσος. Εννα είμαστε περιτριγυρισμένες που επιβλητικά δέντρα τζιαι πιστεύκω εννα ακούσουμε τη Σίλβια, την Κίσσα...’.

‘Μα γιατί να θέλω να ακούσω τούντα πουλιά; Εν μπορούμεν απλά να πάμε να κατασκηνώσουμε;’ λαλώ.

‘Εν πρόκειται για τα πουλιά, αλλά εν ένας τρόπος να ξεφύουμε. Οι επόμενες μέρες εναν γιομάτες με κόσμο τζιαι πακκετάρισμα’, λαλεί.

Με την προετοιμασία για την αυριανή πεζοπορία, απλώνω πασ΄την αιώρα να πνάσω. Η ιδέα να είμαι στην Ολλανδία ξεθωρκάζει μιας τζιαι κάμνει την εμφάνιση της μια ανάμνηση. Την ημέρα που ανακοίνωσα την απόφασή μου να μετακομίσω στο εξωτερικό, ο αέρας ήταν πυκνός. Οι γονιοί μου, εχαμογελούσαν με αισιοδοξία για το μέλλον μου, εμπορούσα να διακρίνω τον φόο του αγνώστου στα μμάθκια τους που αναμειγνύουνταν με την ακλόνητη υποστήριξή τους. Η επιβλητική παρουσία των παππούων μου, που ρίχνουν μακρινούς οσσιούς έξω πόσσω, στέκεται ολοζώνταντη στη θύμησης μου - ήταν η τελευταία βολά που τους εθώρουν.

Η αιώρα ταλαντεύκεται απαλά, τζιαι στρέφει με πίσω στο παρόν η απαλή φωνή της Ρόζας: ‘Δαμαί είσαι, πετάς στες σκέψεις σου’, λαλεί.

‘Απλά εσκέφτουμουν την αντίδραση ούλλων στα νέα σήμερα, της μετακόμισης στο εξωτερικό’, είπα απαλά.

Η Ρόζα, γιομάτη κατανόηση στα μμάθκια της, νεύκει, ‘Εν η διαδικασία να θωρείς μπροστά, ποττές πίσω’.

--

Εξεκινήσαμε την επομένη με του φου, με το αυτοκίνητο γιομάτο με κατασκηνωτικό εξοπλισμό τζιαι προμήθειες. Η διαδρομή επήρε μας που στράτες με κούρβες, λιβάθκια με αγριολούλουδα τζιαι πεύκα. Εκαταφέραμε να φτάσουμε στον προορισμόν της πεζοπορίας πριν μεσομερκάσει. Σαν επαρπατούσαμε, η Ρόζα άρκεψε να λαλεί ιστορίες τζιαι σχέδια για το νέο ξεκίνημαν στη ζωή της. Έπιασα τον εαυτό μου να παρασύρεται που τον ενθουσιασμό της. Εσταματούσαμε πού τζιαι πού να πιάσουμε ανάσα τζιαι να θαυμάσουμε τη θέα, έναν τοπίο που ξεδίπλωνε εκτάσεις που λόφους, βράχια τζιαι δέντρα.

Επιτέλους, ένα ξέφωτο φωλιασμένο βαθκιά μέσ’ το δάσος. Στεκούμενη δίπλα σ’ έναν βράχο, θωρώ τη Ρόζα να προσπαθεί να έβρει τα πουλιά που τον ήχο μεσ’ τα βάθη του δάσους. Ήντα στιγμή, ούλλα σε ισορροπία τζιαι σε αμάντα. Μια γνώριμην αμάντα σαν τζείνη που γυρεύκω τες ημέρες πριν που κάθε αναχώρηση για την πατρίδα. Οι εικόνες, οι μυρωθκιές, οι ήχοι τζιαι οι αισθήσεις που λαχταρώ. Εντονόττερα όμως, στη θύμησή μου εν το γλυτζήν τζίσμαν του σουρρουπκιάσματος, με το απρόσκλητον χάδιν της ππούση. Μια αγκαλιάν γιομάτη, αβίαστη τζιαι άφοη.

‘Δε τζιαμαί!’

Έσσιει μιαν ιδιαίτερη ικανότητα να με τσιππάζει τζαμαί που εν το καρτερώ. Τούντη βολάν, μεσ’ τες μυρωθκιές των πεύκων τζιαι στα ξεσπάσματα των συλλογικών αναμνήσεων. Κοντεύκοντας της, εδιέκρινα ξεκάθαρα για ποιά πουλιά μου λάλεν σε ούλλη τη διαδρομή. Η Σύλβια, με τόσον απαλήν τζιαι λιτήν φωνή σε σχέση με το θορυβώδες, ρυθμικό κάλεσμα της Κίσσα, του οποίου τα γυαλλούρικα φτερά αστράφκουν μεσ’ τα κλαθκιά. Το τζελαήδημα τζιαι η παρουσία τους ταιρκάζουν τόσον στο περιβάλλον, σαννα τζιαι εν γραφτόν τους ναν δαμαί μανηχά σε τούντον τόπο τζιαι να αντηχούν μεσ’ τούντα δέντρα.

Δικλώντας ψηλά μέσ’ τους οσσιούς των φυλλωμάτων τζιαι τες ακτίνες του ήλιου, κουτσουφλώντας στες πετρούες, εκαρτέρουν πως τζιαι πως να φτάσω στον κατασκηνωτικό χώρο, ευελπιστώντας σε μιαν απαλή αγκαλιάν της νύχτας.

‘Η Κίσσα εν σίουρα εκκωφαντική’, λαλώ της.

Το γέλιο της Ρόζας πλώνεται στο βάθος του βουνού σαν μια απρόβλεπτη τυμπανοκρουσία. Ας ένη.

--

Σιγή.

Σσιάζουμαι μεσ΄ τα μμάθκια τα βάθη του δάσους, που μεσ΄ το αντίσκηνο, ελπίζοντας να προλάβω να δω το τελευταίο φως που εχάνετουν. Ξετυλίεται ένας ολόκληρος τόπος μέσ’ το σκοτάδιν που πέφτει. Το σούρρουππον κουρτίζει ολόκληρο το βουνό που τες εναλλαγές των χρωμάτων του φωτός τζιαι την ππούση του. Απροσδόκητα, η ππούση καρκαλιεί το σώμα μου, ενώ η προσοχή μου επικεντρώνεται στες γλίορες κινήσεις του φωτός τζιαι τη δυναμική των ήχων.

Ρίγη.

Απλούμενη πκιον χαμαί, αρνούμενη να μπω ούλλη μεσ’ το αντίσκηνο, το σώμα μου μισόν μέσα, μισόν όξω. Ο ουρανός φουντώνει μ’ αστέρκα. Η ππούση τυλίει με σαν υφαίνεται μεσ’ τα δεντρά. Αγκαλιάζω τη ρίγη που με διαπερνά, ακούωντας το βουνό τζιαι το δάσος σαν βυθίζουμαι ούλλο τζιαι πιο βαθκιά, αργά τζιαι σταθερά, μεσ’ τη νύχτα.

Πέφτωντας ακίνητη, αναπνέοντας αργά τζιαι βαθκιά, ο φόος του αγνώστου έφκηκεν εύκολα. Οι οσσιοί γίνουνται πιο τολμηροί, αλληλεπικαλύπτονται τζιαι μπλέκουνται. Η απαλή κίνηση της ππούσης, το ψουψούρισμαν του δάσους, το περιστασιακό θρόισμα των φύλλων τζιαι ο μακρινός ήχος του πουπούξιου καταλαμβάνουν τη φύση.

Το τελετουργικό των οσσιών τζιαι των ήχων τραβούν με παραπάνω προς τη γη, νώθοντας τον παλμό της καρκιάς μου στο έδαφος. Νώθω ζωντανό το έδαφος με τη σταθερή του δόνηση να με γειώνει. Λες τζιαι η ίδια η φύση κάμνει με κομμάτι της, μιαν υπενθύμισης ότι η νύχτα, ο τόπος τζιαι τα είδη της εν αμετάκλητα. Εν εγώ που ήρτα δαμαί, κάμνοντάς με κομμάτι της, τούντης στιγμής.

Θωρώ τη σκηνή της Ρόζας, ακούωντας την απαλή της ανάσα. Πάνω, χαμογελώντας πκιον, έσσιει ένα μιτσήν πουλλούιν που φτερουγίζει ομπρος - πίσω. Πόσον χαριτωμένο τζιαι γενναίο. Οι χαλαρωτικοί ήχοι της νύχτας ξεθωρκάζουν μεσ‘ τη νύχτα σαν πλέκω το παρόν τζιαι το μέλλον. Οι εικόνες των γκρίζων ημερών εφύαν προ πολλού, οι χορδές των προηγούμενων οσσιών τζιαι του ασταθούς ανήκειν τζιαι της λαχτάρας, εξαφανίζουνται. Το δάσος φαίνεται να καταλάει κάχε λογής ψίθυρον τζιαι να παρηορκά τες σκέψεις μου, μιαν απαλή θύμησης τη στράτα που πρέπει να πιάχω.

Σαν το πουλλούιν, που με κουβαλά να ατενίζω τα ηλιοβασιλέματα, που τόπο σε τόπο, να με φέρει πίσω στην πατρίδα για τελευταία φορά.


Μου έχει λείψει η θάλασσα - να στέκομαι μπροστά της, νιώθοντας τη ζεστασιά του ήλιου στο πρόσωπό, τη δροσιά της αλμυρής μυρωδιάς των κυμάτων που ψιθυρίζουν΄ανάμεσα στα σκούρα κατσαρά μαλλιά μου. Σαν να μην με κρατάει ο χρόνος να τη νιώσω. Καθώς ταξιδεύω στην Κύπρο, βυθίζομαι περισσότερο στις σκέψεις μου υπό τη θέα του ορίζοντα από το παράθυρο του αεροπλάνου. Καθώς το πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα δένει με το γαλάζιο του ουρανού, γεφυρώνονται τα μονοπάτια των αναμνήσεων που άρχισαν σιγά σιγά να εμφανίζονται σε όσα δεν προλάβαινε να πει ο χρόνος.

Οι σκέψεις μου επιστρέφουν έξι χρόνια πρίν, όταν ανακοίνωσα στη Ρόζα ότι αποδέχτηκα την πρόταση εργασίας στο Άμστερνταμ. Η αντίδρασή της, γεμάτη ενθουσιασμό, αγνόησε την απόσταση: ‘Αυτό είναι τέλειο! Μην ανησυχείς, είναι μόνο μια πτήση μακριά αδερφούλα.’ Η χαρά του να οργανώνουμε τις επόμενες συναντήσεις μας ακόμα και από απόσταση, μας κάνει όπως λέει να, ‘είμαστε στο ίδιο καράβι’.

Το ταξίδι με αεροπλάνο έχει γίνει μια διαδικασία ρουτίνας για τη Ρόζα, ως συχνή επισκέπτρια στην Ολλανδία. Για μένα όμως, ταξιδεύω στην πατρίδα μόνο μια φορά το χρόνο. Με το πέρασμα του χρόνου, βρέθηκα ανάμεσα σε δύο κόσμους: τις βροχερές γκρίζες μέρες του Άμστερνταμ και την σκέψη της πατρίδας. Βρίσκομαι σε μια κατάσταση ψευδαίσθησης: επιστρέφω σε μια κατάσταση σκέψεων μεταξύ της παρουσίας ενός τόπου και της επιθυμίας ενός άλλου τόπου.

Οι λιθόστρωτοι δρόμοι του Άμστερνταμ, οι ζωηρές αγορές και η γαλήνια ροή των καναλιών, όσο γραφικά κι αν είναι, ωστόσο οι μέρες συχνά αποτελούνταν απο μια μονότονη ρουτίνα. Παρά την ομορφιά της πόλης και τις υπέροχες φιλίες, ποτέ δεν ένιωσα ότι ανήκω. Κάθε επίσκεψη της Ρόζας ήταν μια φωτεινή στιγμή, το γέλιο της και οι ιστορίες της έφερναν ένα κομμάτι απο την πατρίδα μαζί της. Μιλούσαμε για το φαγητό, τα τελευταία κουτσομπολιά, τις ζωηρές αγορές και την χρυσαφί ύπαιθρο που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς πραγματικά μοιάζει το πράσινο. Και τα δύο μέρη με διαμόρφωσαν, προσθέτοντας από κάτι σε αυτή την πορεία. Κάθε συνομιλία μαζί της ήταν ένα νήμα που ύφαινε την απόσταση ενός άλλου μέρους.

--

Καθώς προσγειώθηκα αργά το βράδυ, ο αέρας είναι τόσο ξηρός, σαν μια ιδρωμένη αγκαλιά. Φτάνοντας στην Κοιλάδα της Σολέα, την περιοχή του χωριού μας, παίζω με την αίσθηση του δροσερού αέρα στα δάχτυλά μου, βγάζοντας το χέρι μου από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Το τραγούδι των τζιτζικιών δυναμώνει όσο πλησιάζουμε προς το χωριό. Τα παράπονα της Ρόζας με κάνουν και γελάω, ‘Να 'τα πάλι! Δεν μπορώ καν να κρατήσω το παράθυρο του υπνοδωματίου εντελώς ανοιχτό δίπλα στο περιβόλι. Είναι τρέλα!’.

Καθώς στρίβουμε στο στενό ελικοειδή δρόμο που οδηγεί στο χωριό, με πλημμυρίζουν οι αναμνήσεις. Το αυτοκίνητο φωτίζει το σκοτάδι, ρίχνοντας φευγαλέες σκιές από τις χαρουπιές και ελιές, και τους πέτρινους τοίχους που καλύπτουν το μονοπάτι. Η Ρόζα αναστενάζει με τα παιχνιδιάσματά μου, “Πάντα βρίσκεις τρόπο να κάνεις τα πιο απλά πράγματα μια περιπέτεια”, λέει. Το εκκωφαντικό πια τραγούδι των τζιτζικιών, ένα συνεχές θόρυβος είναι ταυτόχρονα νοσταλγικό και καθησυχαστικό. Περνώντας την παλιά εκκλησία, το καμπαναριό της στέκεται ψηλό στον έναστρο ουρανό και το παλιό πανδοχείο με την σπασμένη ξύλινη πόρτα προδίδει την ηλικία του, τώρα ήσυχο και έρημο.

Φτάνοντας στο σπίτι, μας καλωσορίζει ο γνώριμος τριγμός της παλιάς εισόδου. Αλλά δεν κρατιόμουνα να καλωσορίσω και να δω το πιο επιθυμητό απ’ όλους. Τι γνώριμη ανακούφιση. Μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο χωρίς φωτισμό, μουρμουρίζω από το ξύλινο παράθυρο, ‘Εδώ είσαι, ομορφιά μου, με καλωσορίζεις’. Το γιασεμί, που φυτεύτηκε από τους παππούδες μου, εξακολουθεί να στέκεται περήφανο και να πλημμυρίζει το δωμάτιό με το γλυκό του άρωμα. Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι και κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, οι ήχοι των τζιτζικιών και η μυρωδιά του γιασεμιού φέρνουν στη θύμηση παιδικές αναμνήσεις, καθεμία από τις οποίες, ένα μονοπάτι που οδηγεί πίσω σε μακρινές στιγμές, αλλά όχι ξεχασμένες.

--

Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα με συναντήσεις και ξεκούραση. Αυτό το απόγευμα, μαζευτήκαμε στην παραλία με φίλους για να χαλαρώσουμε μέχρι αργά το βράδυ. Ενώ ξαπλώνουμε στην παραλία, η Ρόζα κατεβάζει το κινητό τηλέφωνό της και λέει γεμάτη ενθουσιασμό: ‘Έχω γίνει δεκτή για τη θέση στο εξωτερικό!’. Οι κόκκοι άμμου ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μου άρχισαν να με τραβούν εμπρός και πίσω. Τα σχέδια της Ρόζας, όσο δραστήρια και αυθόρμητα κι αν είναι, έχουν ένα δεσμό, συνδέοντας την με αυτό το μέρος. Έχασα για λίγο τις αισθήσεις μου, ζαλίστηκα, αβέβαιη αν είναι η ζέστη ή αν κρυώνω. Επέστρεψα στο παρελθόν, ως παιδί υπό την προστασία μιας μεγάλης αδερφής ή ως αυτόβουλος ενήλικας;

Η Ρόζα διαισθάνεται ότι χάθηκα για μια στιγμή. Περιμένει, μέσα από την αναμεταξύ μας άρρητη κατανόηση. Η φυσική απόσταση μεταξύ των δύο τόπων αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική απόσταση που συχνά ένιωθα, παγιδευμένη στον συναισθηματικό χώρο μεταξύ της λαχτάρας και του ανήκειν.

Στο δρόμο της επιστροφή για το σπίτι, η Ρόζα αρχίζει απτόητη σε ένα από τα σχέδιά της, στα οποία δεν έχω λόγο, ‘Δεν υπάρχει περίπτωση να μην σ’ αρέσει. Αύριο, θα οδηγήσουμε και θα κάνουμε πεζοπορία μέχρι να φτάσουμε στο σημείο όπου θα κατασκηνώσουμε για το βράδυ στο δάσος. Θα είμαστε περιτριγυρισμένες από επιβλητικά δέντρα και πιστεύω θα ακούσουμε τη Σίλβια την Κίσαα...’.

‘Μα γιατί να θέλω να ακούσω αυτά τα πουλιά; Δεν μπορούμε απλά να κατασκηνώσουμε;’ λέω.

‘Δεν πρόκειται για τα πουλιά, αλλά είναι ένας τρόπος να ξεφύγουμε. Οι επόμενες μέρες θα είναι γεμάτες μαζώξεις και πακετάρισμα’, παραδέχεται.

Με την προετοιμασία για την αυριανή πεζοπορία, ξαπλώνω στην αιώρα για να ξεκουραστώ. Η ιδέα να βρίσκομαι στην Ολλανδία ξεθωριάζει καθώς εμφανίζεται μια ανάμνηση. Την ημέρα που ανακοίνωσα την απόφασή μου να μετακομίσω στο εξωτερικό, ο αέρας ήταν πυκνός. Οι γονείς μου, χαμογελώντας με αισιοδοξία για το μέλλον μου, μπορούσα να διακρίνω τον φόβο του αγνώστου στα μάτια τους που αναμειγνυόταν με την ακλόνητη υποστήριξή τους. Η επιβλητική παρουσία των παππούδων μου, που ρίχνουν μακρινές σκιές έξω από το σπίτι, στέκεται ζωντανά στη μνήμη μου - ήταν η τελευταία φορά που τους έβλεπα.

Η αιώρα ταλαντεύεται απαλά, φέρνοντάς με πίσω στο παρόν καθώς η φωνή της Ρόζας με ξυπνά απαλά: ‘Εδώ είσαι, χαμένη στις σκέψεις σου’, είπε.

‘Απλά σκεφτόμουν την αντίδραση όλων στην σημερινή είδηση, αυτή της μετακόμισης στο εξωτερικό’, είπα απαλά.

Η Ρόζα γεμάτη κατανόηση στα μάτια της, νεύει, ‘Είναι η διαδικασία να προχωράς μπροστά, ποτέ προς τα πίσω’.

--

Ξεκινήσαμε νωρίς το επόμενο πρωί, με το αυτοκίνητο γεμάτο με κατασκηνωτικό εξοπλισμό και προμήθειες. Η διαδρομή μας πήρε σε δρόμους με στροφές, λιβάδια με αγριολούλουδα και πεύκα. Καταφέραμε να φτάσουμε στο σημείο εκκίνησης της πεζοπορίας μας πριν το μεσημέρι. Καθώς περπατούσαμε, η Ρόζα μοιράζεται ιστορίες και σχέδια για το νέο κεφάλαιο στη ζωή της. Έπιασα τον εαυτό μου να παρασύρεται από τον ενθουσιασμό της. Σταματούσαμε περιστασιακά να πάρουμε ανάσα και να θαυμάσουμε τη θέα, ένα τοπίο που ξεδιπλώνει εκτάσεις από λόφους, βράχια και δέντρα.

Επιτέλους, ένα ξέφωτος φωλιασμένο βαθιά μέσα στο δάσος. Στεκόμενη κοντά σε έναν βράχο, παρακολουθώ τη Ρόζα να προσπαθεί να εντοπίσει τα πουλιά, προσδιορίζοντας τον ήχο από τα βάθυ του δάσους. Τι στιγμή, όλα σε ισορροπία και σε ηρεμία. Μια γνώριμη ηρεμία σαν αυτή που προσδοκώ τις μέρες πριν από κάθε αναχώρηση για την πατρίδα. Οι εικόνες, οι μυρωδιές, οι ήχοι και οι αισθήσεις που λαχταρώ. Εντονότερα, όμως, στη θύμησή μου είναι το γλυκό άγγιγμα του σούρουπου, με το απρόσκλητο χάδι της ομίχλης. Μια αγκαλιά γεμάτη ρίγη, αβίαστη και άφοβα.

‘Κοίτα εκεί!’

Έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα να με αφυπνίζει ακριβώς εκεί που δεν το περιμένω. Αυτή τη φορά, ανάμεσα στις μυρωδιές των πεύκων και στα ξανοίγματα των συλλογικών αναμνήσεων. Πλησιάζοντάς την, διέκρινα ξεκάθαρα τα πουλιά για τα οποία μου έλεγε σε όλη τη διαδρομή. Η Σύλβια, με τόσο απαλή και λιτή φωνή σε σχέση με το θορυβώδες, ρυθμικό κάλεσμα της Κίσσα, του οποίου τα γαλάζια φτερά λάμπουν ανάμεσα στα κλαδιά. Το κελάηδημα και η παρουσία τους ταιριάζουν τόσο στο περιβάλλον, σαν να είναι προορισμένα να βρίσκονται μόνο σε αυτό το μέρος και να αντηχούν ανάμεσα σε αυτά τα δέντρα.

Κοιτάζοντας ψηλά μέσα από τις σκιάσεις των φυλλωμάτων και τις ακτίνες του ήλιου, κουτσουφλώντας σε πετραδάκια, ανυπομονούσα να φτάσω στον κατασκηνωτικό χώρα, ευελπιστώντας σε μία απαλή αγκαλιά της νύχτας.

‘Η Κίσσα είναι σίγουρα εκκωφαντικό’, της λέω.

Το γέλιο της Ρόζας απλώνεται στο βάθος του βουνού σαν μια απρόβλεπτη τυμπανοκρουσία. Ας είναι.

--

Σιγή.

Κοίταξα μέσα απ’ το αντίσκηνο κατάματα τα βάθη του δάσους. Βγήκα αργά, ελπίζοντας να προλάβω να δω το τελευταίο φως που εξαφανιζόταν. Ξετυλίγεται ένας ολόκληρος τόπος μέσα στο σκοτάδι που πέφτει. Το σούρουπο κουρδίζει ολόκληρο το βουνό απο τις εναλλαγές των χρωμάτων του φωτός και την ομίχλη του. Απροσδόκητα η ομίχλη γαργαλάει το σώμα μου, ενώ η προσοχή μου επικεντρώνεται στις γρήγορες κινήσεις του φωτός και τη δυναμική των ήχων.

Ρίγη.

Ξαπλωμένη πια στο έδαφος, αρνούμενη να μπω ολόκληρη στο αντίσκηνο, το σώμα μου μισό μέσα, μισό έξω. Ο ουρανός να φουντώνει με αστέρια. Η ομίχλη με περιβάλλει καθώς υφαίνεται ανάμεσα στα δέντρα. Αγκαλιάζω τη ρίγη που με διαπερνά, ακούγοντας το βουνό και το δάσος καθώς βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά, αργά και σταθερά, στη νύχτα.

Ξαπλώνοντας ακίνητη, αναπνέοντας αργά και βαθιά, ο φόβος του αγνώστου βγήκε εύκολα. Οι σκιές γίνονται πιο τολμηρές, αλληλεπικαλύπτονται και μπλέκονται. Η απαλή κίνηση της ομίχλης, ο ψίθυρος του δάσους, το περιστασιακό θρόισμα των φύλλων και ο μακρινός ήχος της κουκουβάγιας καταλαμβάνουν την φύση.

Το τελετουργικό των σκιών και των ήχων με τραβούν περισσότερο προς τη γη, νιώθοντας τον παλμό της καρδιάς μου στο έδαφος. Νιώθω ζωντανό το έδαφος με τη σταθερή του δόνηση να με γειώνει. Λες και η ίδια η φύση με συμπεριλαμβάνει ως μέρος της, μια υπενθύμιση ότι η νύχτα, ο τόπος και τα είδη της είναι αμετάκλητα. Έχω έρθει εδώ, κάνοντας με μέρος της αυτή τη στιγμή.

Κοιτάζω τη σκηνή της Ρόζας, ακούγοντας την απαλή της ανάσα. Πάνω, χαμογελώντας πια, ένα μικρό πουλάκι φτερουγίζει μπρος-πίσω. Πόσο χαριτωμένο και γενναίο. Οι χαλαρωτικοί ήχοι της νύχτας ξεθωριάζουν στο σκοτάδι καθώς υφαίνω το παρόν και το μέλλον. Οι εικόνες των γκρίζων ημερών έχουν φύγει προ πολλού, οι χορδές των προηγούμενων σκιών και του ασταθούς ανήκειν και της λαχτάρας, εξαφανίζονται. Το δάσος φαίνεται να κατανοεί κάθε λογής ψίθυρο και να παρηγορεί τις σκέψεις μου, μια απαλή υπενθύμιση το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσω.

Σαν το πουλί, που με μεταφέρει να ατενίζω τα ηλιοβασιλέματα, μετακινώντας με από τόπο σε τόπο, να με φέρει πίσω στην πατρίδα μου.

Σχετικά με την συγγραφέα

Ποια είμαι;

Έχω μεγάλο ενθουσιασμό για τα μουσεία, την αφήγηση, την ιστορία, το μπαλέτο, τις πολιτιστικές σχέσεις, την πολιτιστική κληρονομιά και ως μουσικός στην παραδοσιακή μουσική. Με σπουδές στην ηχοληψία και την ακουστική, αποφάσισα να ακολουθήσω το πάθος μου στον πολιτιστικό τομέα στη διαχείριση έργων και προγραμμάτων, με εργασιακή εμπειρία και μεταπτυχιακό στην Πολιτιστική Πολιτική και Ανάπτυξη.

Τι αφορά το έργο μου;

Το ‘Πουλλούιν’ είναι μια μυθοπλασία όπου προσπάθησα να εξερευνήσω και να σχεδιάσω ένα ψυχολογικό και φυσικό ταξίδι σε σχέση με τον τόπο, τους ανθρώπους και τη φύση. Η ψευδαίσθηση ενός ταξιδιού από ένα μέρος σε ένα άλλο, προς τα πίσω και προς τα εμπρός, εντοπίζεται σε μια πλάνη μεταξύ της πραγματικότητας και της επιθυμίας. Παρουσιάζω γραμματόσημα της Κύπρου, από τα οποία αντλώ έμπνευση για να συνδέσω την αφήγηση.

Η ιστορία λειτουργεί επίσης ως ένα ταξίδι για τους ανθρώπους που νιώθουν συνδεδεμένοι με την πατρίδα τους, τη φύση ή αναζητούν παρηγοριά στις βαθιές τους σκέψεις.

Αρχικά γράφτηκε στα ελληνοκυπριακά καθώς είναι η μητρική μου γλώσσα και ως μια μέθοδος αναπαράστασης των γλωσσικών χαρακτηριστικών στο γραπτό κείμενο.

Γιατί έκανα αίτηση για το Digital Storytelling Festival Online Creative Residency;

Πάντα νιώθω έμπνευση και ενθουσιασμό όταν διαβάζω νέες ιστορίες στη Europeana, και γι' αυτό τον λόγο, έκανα αίτηση για να δοκιμάσω τη δημιουργική συγγραφή. Ήθελα επίσης να εξερευνήσω περαιτέρω τις δεξιότητες αφήγησης ιστοριών μέσω της ψηφιακής πολιτιστικής κληρονομιάς και τον τρόπο με τον οποίο οι αφηγήσεις δημιουργούνται σε επαγγελματικό περιβάλλον.

Τι κέρδισα από το πρόγραμμα διαμονής;

Για πρώτη φορά, προσπάθησα να εξερευνήσω την συγγραφή που εμπνέεται από την ψηφιακή πολιτιστική κληρονομιά.

Καθ' όλη τη διάρκεια του έργου, μελέτησα, διάβασα και έμαθα περισσότερα για τις συλλογές της Europeana που σχετίζονται με την Κύπρο, την προοπτική, τις πηγές και τις ιστορίες τους. Δοκίμασα μία καινούργια δημιουργική διαδικασία και γνώρισα δημιουργικά άτομα. Το πιο σημαντικό, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, η ιστορία ολοκληρώθηκε αφού πέρασα χρόνο στα βουνά, όπου βρήκα έμπνευση.

Το θέμα ‘Ταξίδι’ έγινε ένα ταξίδι για τον ίδιο μου τον εαυτό.

Τι θα κάνω στη συνέχεια;

Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί έμπνευση για να εξερευνήσω περαιτέρω τη δημιουργική συγγραφή και ενδεχομένως να αναπτύξω αυτά που έμαθα σε μία νέα αφήγηση προσωπικής ιστορίας με θέμα το ταξίδι που άρχισε να παίρνει μορφή κατά τη διάρκεια της συγγραφής το «Πουλλούιν».